-
1 вешалка
вешалка ж 1) (помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' сдать пальто на \вешалкау δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα 2) (для одежды, шляп ) η κρεμάστρα у меня оторвалась \вешалка μου ξυλώθηκε το κρε μαστάρι* * *ж1) ( помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριοсдать пальто́ на ве́шалку — δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα
2) (для одежды, шляп) η κρεμάστραу меня́ оторвала́сь ве́шалка — μου ξυλώθηκε το κρεμαστάρι
-
2 гардероб
гардероб м 1) β разн. знач. η ιματιοθήκη το ιματιοφυλά κιο η ντουλάπα (тк. мебель )' το βεστιάριο (помещение ) 2) (одежда ) τα φορέματα* * *м1) в разн. знач. η ιματιοθήκη; το ιματιοφυλάκιο; η ντουλάπα (тк. мебель); το βεστιάριο ( помещение)2) ( одежда) τα φορέματα -
3 раздевалка
раздевалка ж γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' το αποδυτήριο (обычно в спортзале)* * *жγκαρνταρόμπα, το βεστιάριο; το αποδυτήριο ( обычно в спортзале) -
4 вешалка
вешалк||аж1. (помещение) ἡ γκαρνταρόμπα, τό βεστιάριο[ν]·2. (мебель) ἡ κρεμάστρα, τό κρεμαστάρι/ ὁ καλόγερος (стоячая, круглая):повесить шляпу на \вешалкау κρεμῶ τό καπέλλο στήν κρεμάστρα·3. (плечики) τό κρεμαστάρι·4. (на платье) ἡ κρεμάστρα. -
5 гардероб
гардеробм1. (шкаф) ἡ γκαρνταρόμπα, ἡ ίματιοθήκη, τό Ιματιοφυλάκιο[ν]·2. (помещение) τό βεστιάριο[ν]·3. (платье) ἡ γκαρνταρόμπα. -
6 гардеробная
гардероб||наяж τό ίματιοφυλάκιο[ν], τό βεστιάριο[ν]. -
7 cloakroom
-
8 вешалка
-и θ.1. κρεμάστρα, -τάρι, -τήρι. || γκαρνταρόμπα, βεστιάριο.2. η θηλειά εξάρτησης ενδύματος, κρεμάστρα. -
9 гардероб
-а α.1. γ(κ)αρδαρόμπα, ντουλάπα.2. ιματιοθήκη, -οφυλάκιο, βεστιάριο.3. όλη η ενδυμασία ενός ατόμου. -
10 раздевальня
-и, γεν. πλθ. -лен θ. βεστιάριο, ιματιοθήκη.
См. также в других словарях:
βεστιάριο — το (λ. λατ.) 1. ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα σε δημόσιο χώρο: Κάθε αίθουσα εκδηλώσεων πρέπει να διαθέτει και ένα τουλάχιστον βεστιάριο. 2. ο χώρος όπου φυλάσσεται το σύνολο των ενδυμασιών των ηθοποιών ενός θιάσου: Το εθνικό θέατρο έχει το πλουσιότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεστιάριο — το (Μ βεστιάριον) 1. το σύνολο των ενδυμάτων, ο απαραίτητος ρουχισμός 2. ιματιοθήκη, έπιπλο ή χώρος όπου φυλάσσονται ενδύματα νεοελλ. 1. το σύνολο των ενδυμάτων που διαθέτει ηθοποιός ή θεατρικός επιχειρηματίας 2. ο χώρος του θεάτρου όπου αφήνουν… … Dictionary of Greek
γκαρνταρόμπα — η 1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο 2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)] … Dictionary of Greek
ιματιοθήκη — η (ΑΜ ἱματιοθήκη) ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη] … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
γκαρνταρόμπα — η (λ. ιταλ.), χώρος όπου φυλάσσονται τα ρούχα, βεστιάριο, ιματιοθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυματολόγιο — το 1. το σύνολο των ενδυμασιών ενός ατόμου, το βεστιάριό του, η γκαρδαρόμπα του. 2. τα σχέδια ή το σύνολο των ενδυμασιών που είναι απαραίτητες σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, τα κοστούμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)